- ομοσκηνώ
- ὁμοσκηνῶ, -όω (Α) [ομόσκηνος]ζω στην ίδια σκηνή ή στο ίδιο σπίτι με κάποιον άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμοσκήνῳ — ὁμόσκηνος one living in the same tent masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)